- μακροβολία
- μακρο-βολία, ἡ, das weit Schleudern, Treffen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακροβολία — μακροβολία, ἡ (Α) [μακροβόλος] βολή, ρίψη, εξακόντιση σε μεγάλη απόσταση («τὴν μὲν μακρόκωλον πρὸς τὰς μακροβολίας, τήν δὲ βραχύκωλον πρὸς τὰς ἐν βραχεῑ βολάς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
μακροβολίας — μακροβολίᾱς , μακροβολία a throwing far fem acc pl μακροβολίᾱς , μακροβολία a throwing far fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβολίαι — μακροβολίᾱͅ , μακροβολία a throwing far fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)